μονοκώλως

μονοκώλως
μονόκωλος
with but one leg
adverbial
μονόκωλος
with but one leg
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μονόκωλος — μονόκωλος, ιων. τ. μουνόκωλος, ον (Α) 1. (για χορευτή) αυτός που χορεύει με το ένα πόδι 2. (για φυτό) αυτός που αποτελείται από έναν βλαστό 3. (για οικοδόμημα) αυτό που αποτελείται από έναν όροφο 4. (για περίοδο) αυτός που αποτελείται από ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”